[...] στη γη της Φυγής στα ανατολικά της Εδέμ.
Γένεση 4:16, μνκ
Γη Ναιδ ονομάστηκε η γη στην οποία φυγάδευσε ο Θεός τον Κάιν, αφότου εκείνος δολοφόνησε τον ίδιό του τον αδελφό. Τον φυγάδευσε και του όρισε ένα σημείο, για να τον προστατεύσει από τον οποιοδήποτε εκδικητή αίματος. Έτσι κι αλλιώς, δε μπορούσε – και δεν του επιτρεπόταν – πια να παραμείνει στην ίδια γη, η οποία άνοιξε το στόμα της για να δεχτεί το αίμα του αδελφού του, που χύθηκε απ’ το χέρι του· το ίδιο εκείνο αίμα που κραύγαζε προς το Θεό από τη γη.
Μη σας ξεγελούν οι πύρινες γλώσσες των τύψεων, το μαύρο νεφος της μεταμέλειας που του απέδωσε ο Blake στον πίνακά του – τον ίδιο πίνακα που εγώ επεξεργάστηκα για τις ανάγκες τούτου του ιστολογίου –: ο Κάιν ουδέποτε επέδειξε ίχνος τέτοιων συναισθημάτων. Αν τον έτρωγε κάτι μετέπειτα, αυτό ήταν ο φόβος για το τομάρι του. Δεν είχε μετανοήσει καθόλου για το φόνο του αδελφού του· έτρεμε απλώς τις συνέπειες αυτής του της πράξης. Είχε ήδη παραβλέψει όλες τις νουθεσίες, όλες τις προειδοποιήσεις, όλες τις ύστατες προσπάθειες του Θεού για αποτροπή αυτού που ο Κάιν είχε ήδη βάλει στην καρδιά του να διαπράξει.
Ξέρω πως στ’ αυτιά των περισσότερων όλα τούτα ακούγονται – τουλάχιστον – ιουδαϊκή μυθολογία. Το κατανοώ, γιατί και στα δικά μου, κάποτε – κι όχι πριν πολλά χρόνια – έτσι ακριβώς ακουγόντουσαν. Όλα. Μα όχι πια. Τώρα ξέρω πως όλα τούτα είναι ιστορία: Όχι παραμυθάκια, όχι αλληγορίες, όχι αποκυήματα της φαντασίας του οποιουδήποτε, όχι θρύλοι που ξεκίνησαν γύρω από μια φωτιά σε μια σπηλιά· μα εκατό τοις εκατό πραγματικά γεγονότα.
Γη Ναιδ ονόμασα κι εγώ τη γη της δικής μου αυτοεξορίας. Έγινα κάποτε κι εγώ φονιάς του ίδιου του αδελφού μου· κι έμεινα κι εγώ για κάτι περισσότερο από δυο χρόνια να περιπλανιέμαι φυγάς και πάροικος και ξένος σε τούτη τη Γη. Μα εγώ την νιώθω τη Μεταμέλεια, βαθιά κι ειλικρινώς, μες στην ύπαρξή μου. Μα εμένα ο πόνος για την αδελφοκτονία που διέπραξα με τρώει ακόμα· κάθε νύχτα και κάθε μέρα που είμ’ αναγκασμένος να επιβιώνω σε τούτη τη Γη της Φυγής, με τρώει.
Εμένα δεν με φόβιζαν οι συνέπειες· τις αποζητούσα, για να νιώσω πως εξιλεώθηκα. Εγώ δεν έτρεμα για το τομάρι μου· τούτο το τομάρι το πούλησα: στις νύχτες, στις αλκοόλες, στους δρόμους, στους ανθρώπους και – κυρίως – στο Δήμιό του. Πρώτος εγώ το έφτυσα. Πρώτος εγώ το σκότωσα. Πρώτος εγώ το ποδοπάτησα. Πρώτος εγώ το έσυρα μες στα λασπόνερα.
Κατανοώ πια δυο πράγματα: Το πρώτο είναι πως η ποινή της εξορίας – αυτή η ποινή που εκτίνω για κάτι περισσότερο από δυο χρόνια τώρα – ουδέποτε μου επιβλήθηκε έξωθεν· εγώ ο ίδιος την επέβαλα στον εαυτό μου. Κανείς δεν την απαίτησε από μένα, κανείς δε μου την ζήτησε. Αυτό σημαίνει επίσης πως κανείς άλλος εκτός από μένα τον ίδιο δεν μπορεί να την άρει. Το δεύτερο που συνειδητοποιώ είναι ότι αν σκοτώνοντας τον αδελφό μου, στέρησα απ’ τη μάνα και τον πατέρα μου ένα γιο, τότε επιβάλλοντάς μου την ποινή της εξορίας, τους στέρησα κι ένα δεύτερο. Κι αυτό ποσώς δε μετριάζει τον πόνο τους, έτσι δεν είναι;
Κανένα λάθος δε διορθώνεται μ’ ένα επόμενο. Αν υποθέσουμε πως όντως και ηθελημένα δολοφόνησα τον αδελφό μου, αυτό που θα ‘πρεπε να ‘χα κάνει είναι να αντιμετωπίσω τη μάνα μου και τον πατέρα μου· και μαζί μ’ αυτούς, και τις συνέπειες του – όποιου – νόμου. Αντ’ αυτού, πήρα την αρρωστημένη πρωτοβουλία να θεωρήσω πως η μάνα κι ο πατέρας μου δεν ξέρουν από συγχωρητικότητα. Πήρα την αρρωστημένη πρωτοβουλία να θεωρήσω πως ο – όποιος – νόμος δεν αναγνωρίζει κανενός είδους ελαφρυντικά. Πήρα την πρωτοβουλία να επιβάλω ο ίδιος στον εαυτό μου τη χειρίστη των ποινών.
Μα η χειρίστη των ποινών, στην περίπτωσή μου, δεν ήταν η ποινή του θανάτου· ήταν η ποινή της ισόβιας εξορίας στη Γη Ναιδ· στη Γη της Φυγής, που ο ίδιος είχα δημιουργήσει για μένα. Κάνει φριχτό Κρύο σε τούτη τη γη. Κάνει φριχτή Πείνα, φριχτή Μοναξιά και φριχτή Ενοχή. Κάθε ξημέρωμα που με βρήκε σε τούτη τη γη, κάθε μούχρωμα με την ανάμνηση του σπιτιού της μάνας και του πατέρα μου, ήταν ένας θάνατος ξανά απ’ την αρχή: ένας οδυνηρός, αργός, κατ’ επανάληψη και κατ’ εξακολούθηση Θάνατος. Και πια τούτο το Θάνατο δεν τον αντέχω. Δεν αντέχω να τον βαστάζω άλλο πια.
Στην αρχή, πιότερο απ’ όσο με πονεί – ακόμα – τούτος ο Θάνατος, με πονούσαν οι κραυγές του πατέρα μου, που απ’ την πρώτη μέρα πήρε τους δρόμους και με γύρευε. Τον άκουγα κάθε βράδυ να φωνάζει τ’ όνομά μου κλαίγοντας, να με καλεί να γυρίσω. Τον έβλεπα δίχως να τον δω, γέρο κι αδύναμο, αποκαμωμένο απ’ τα κρύα και τις ζέστες, απ’ τις πείνες και τις δίψες, να φτάνει στα σύνορα της Ναιδ, να πέφτει στα γόνατα, να κλαίει και να με καλεί σπαραχτικά. Κι εγώ κάθε βράδυ τον άκουγα και σώπαινα. Κάθε βράδυ τον άκουγα και δεν του αποκρινόμουν. Κάθε βράδυ έκλεινα τ’ αυτιά και παραδιδόμουν σ’ ακόμα ένα θελημένο Θάνατο.
Με τον καιρό συνήθισα. Με τον καιρό αποκτηνώθηκα. Με τον καιρό οι ικεσίες του πατέρα μου μού ακούγονταν όλο και πιο αδύναμες, όλο και πιο απόμακρες. Μέχρι που πια ο αχός της Ναιδ έγινε δυνατότερος και τις έπνιγε. Μέχρι που πια έμαθα ν’ αποκοιμιέμαι με τις ίδιες αυτές κραυγές. Μέχρι που τελικά δεν τις άκουγα καθόλου, σαν να μην υπήρχαν. Σαν να μην φώναζε κανείς. Σαν να μην είχα πια υπάρξει ποτέ μου γιος ενός πατέρα.
Χτες αντίκρισα σ’ έναν καθρέφτη το είδωλό μου· και δε μ’ αναγνώρισα. Έμεινα να κοιτάω ώρες την αντανάκλασή μου, προσπαθώντας να θυμηθώ ποιος είμαι, ώσπου ο καθρέφτης έσπασε σε χίλια κομμάτια που καρφώθηκαν στο στήθος μου. Έφερα σπασμωδικά το χέρι στο μέρος της καρδιάς – εκεί που ένιωθα να πονάω περισσότερο. Ένιωσα την παλάμη μου υγρή και ζεστή. Κι όταν την κοίταξα, είδα ξανά το αίμα του αδελφού μου· το ίδιο ακριβώς αίμα που είχα χύσει εδώ και κάτι περισσότερο από δυο χρόνια...
Και μόνο τότε θυμήθηκα. Θυμήθηκα πως ο αδελφός μου είχε το αίμα το δικό μου. Θυμήθηκα πως ο αδελφός μου είχε τα μάτια τα δικά μου, το βλέμμα το δικό μου, τα χέρια τα δικά μου, την καρδιά τη δικιά μου, τις ουλές τις δικές μου. Θυμήθηκα πως τούτος ο αδελφός – ο αδελφός που σκότωσα – είχε το όνομα το δικό μου.
Και μόνο όταν έγειρα στο χώμα της Ναιδ και το πότισα με τούτο το αίμα, έφτασαν ξανά οι κραυγές του πατέρα μου ως εμένα. Και μόνο όταν η γη της Ναιδ δέχτηκε το αίμα του φονιά του αδελφού μου – του φονιά του δικού μου – βρήκα τη δύναμη, μ’ όσο αέρα είχε απομείνει στα πλεμόνια μου, μ’ όσο αίμα είχε απομείνει στην καρδιά μου, να φωνάξω:
– Πατέρααα...!
Ακόμα αιμορραγώ. Μα ακόμα τον θυμάμαι να παλεύει με τ’ αγκάθια και τα τριβόλια της Ναιδ, για να φτάσει ως το σημείο που εγώ σφάδαζα. Ακόμα τον θυμάμαι να με κρατάει στην κραταιά αγκαλιά του και να σμίγει τα δάκρυά του με το αίμα μου. Ακόμα τον θυμάμαι να κόβεται ο ίδιος, προσπαθώντας να βγάλει με τα γυμνά του χέρια τα κομμάτια του καθρέφτη απ’ το κορμί μου. Ακόμα τον θυμάμαι να πλένει με κρασί τις πληγές μου, να τις επαλείφει με λάδι απ’ τα ακριβότερα. Ακόμα τον θυμάμαι να μ’ επιδένει, να με σηκώνει σαν τότε που ‘μουνα μωρό στα χέρια του και να μου λέει:
– Πάμε Σπίτι, γιε μου...
Ο δρόμος για το Σπίτι αρχίζει μόλις τώρα. Έχουμε ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουμε απ’ τη Ναιδ· μόλις την έχουμε αφήσει πίσω μας. Μα δεν τον φοβάμαι διόλου τον πατέρα. Έχει δύναμη μεγάλη ο πατέρας. Μόνος του το ‘φτιαξε το Σπίτι, με τούτα τα δυο του τα χέρια, που τώρα με σηκώνουν και με κουβαλούν σαν τότε που ‘μουνα μωρό.
Μες στα μάτια του, θα μάθω σιγά-σιγά να τον αγαπάω απ’ την αρχή. Θα μάθω ν’ αγαπάω ξανά – κι ίσως για πρώτη μου φορά – κι εμένα. Θα μάθω να ξεχνάω πως κάποτε έγινα φονιάς του ίδιου του αδελφού μου. Θα μάθω να ξεχνάω πως κάποτε επιβίωνα, για κάτι περισσότερο από δυο χρόνια, ἐν γῇ Ναὶδ:
στη Γη της Φυγής.